προκατανύσσω

προκατανύσσω
προκατα-νύσσω, [dialect] Att. [suff] προκατά-ττω,
A pierce beforehand, D.C.51.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκατανύσσω — και αττ. τ. προκατανύττω Α κατατρυπώ με τη λόγχη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατανύσσω «τρυπώ, διατρυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκατανύξασα — προκατανύξᾱσα , προκατανύσσω pierce beforehand aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”